- γογγύλλω
- γογγύλλω,A round (
μεταστρέφει Suid.
), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perh. συστρέψειν), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταστρέφει Suid.
), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perh. συστρέψειν), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγύλλω — (Α) [γογγύλος] στρογγυλεύω κάτι … Dictionary of Greek
συγγογγύλλω — Α (δ. γρφ.) συγγογγυλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γογγύλλω «στρογγυλεύω»] … Dictionary of Greek